παραλληλόνευρος

παραλληλόνευρος
-η, -ο
(για φύλλα) αυτός που έχει παράλληλες νευρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + νεύρο. Η λ. στον τ. τού ουδ. παραλληλόνευρον (φύλλον) μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”